ορσι-

ορσι-
    ὀρσι-
    в сложн. словах = ὄρνυμι См. ορνυμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορσι-" в других словарях:

  • Όρσι Λέλιο — (Lelio Orsi, 1511 – 1587). Ιταλός ζωγράφος. Είναι γνωστός και ως Λέλιο ντα Νοβελάρα. Εργάστηκε κυρίως για τη ζωγραφική διακόσμηση του ανάκτορου Τζιαρντίνο της Πάρμας. Στα έργα του είναι φανερή επίδραση του Κορέτζιο, μερικά όμως, τελείως προσωπικά …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • ορσίαλος — ὀρσίαλος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα) αυτός που κινεί, που ταράσσει τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + ἅλς, ἁλός «θάλασσα»] …   Dictionary of Greek

  • ορσίκτυπος — ὀρσίκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί θόρυβο, που βροντά («ὀρσικτύπου Διός... κεραυνόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • ορσίμαχος — ὀρσίμαχος, ον (Α) (για την Παλλάδα) αυτός που παροτρύνει, που ξεσηκώνει σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τηλέ μαχος] …   Dictionary of Greek

  • ορσίπους — ὀρσίπους, ποδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πούς] …   Dictionary of Greek

  • ορσίτης — ὀρσίτης, ὁ (Α) είδος χορού στην Κρήτη, αλλ. ἐπικρήδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού ὄρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + επίθημα ίτης (πρβλ. εγκρατ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ορσιβάκχας — ὀρσιβάκχας (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εμπνέει, που οιστρηλατεί, που προκαλεί ενθουσιασμό στις Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + Βάκχες] …   Dictionary of Greek

  • ορσιγύναικα — ὀρσιγύναικα, τὸν (Α) (μόνο στην αιτ.) (για τον Διόνυσο) αυτόν που εξεγείρει, που θέτει σε κίνηση τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + γυνή, γυναικός] …   Dictionary of Greek

  • ορσινεφής — ὀρσινεφής, ές (ΑΜ) αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι νεφής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»